ἀπαλλάσσετο

ἀπαλλάσσετο
ἀ̱παλλάσσετο , ἀπαλλάσσω
set free
imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic)
ἀπᾱλλάσσετο , ἀπαλλάσσω
set free
imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic)
ἀπαλλάσσω
set free
imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)
ἀπαλλάσσω
set free
imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παράπαν — ΝΑ επίρρ. (συν. με άρνηση και με το άρθρο το) ουδόλως, καθόλου («οὐκ εἰμὶ τὸ παράπαν ἄθεος», Πλάτ.) αρχ. 1. ολωσδιόλου, τελείως («ἀπαλλάσσετο ἐκ τῆς χώρης τὸ παράπαν», Ηρόδ.) 2. κατά μέσο όρο, περίπου («ἐπι διηκόσια τὸ παράπαν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”